Page 86 - Microsoft Word - τελικό αρχείο

Basic HTML Version

Κοινωνίας Δρώμενα, τ. 2, 2014
86
Η κοινωνιολογία ως επιστήμη και η χρησιμότητά της
Αντώνης Παπαρίζος
Καθηγητής Κοινωνιολογίας
Τμήμα Κοινωνιολογίας Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών
apaparrizos@yahoo.gr
α) Κοινωνιολογία και κοινωνία ή πόσο καλά
γνωρίζουμε την πραγματικότητα στην οποία
ζούμε
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε όλοι οι
κοινωνικοί επιστήμονες γενικά στη σύγχρονη
ελληνική κοινωνία, οφείλονται πριν από όλα σε
μία από τις άρχουσες αντιλήψεις, σύμφωνα με
την οποία «επειδή κάτι το ζούμε, αυτό σημαίνει
επίσης ότι και το γνωρίζουμε». Για τους
σύγχρονους Έλληνες η εμπειρία και η εμπε-
ριστατωμένη ή αποδεικτική γνώση ταυτίζονται.
Με άλλα λόγια, «ό,τι ζούμε, θεω-ρούμε ότι
αυτόματα και το γνωρίζουμε.»
Το αντίθετο, όμως, συμβαίνει. Οι κοινωνικοί
επιστήμονες και οι κοινωνιολόγοι γνωρίζουμε
πολύ καλά «ότι αυτό που ζούμε, επειδή ακριβώς
το ζούμε και ταυτιζόμαστε μαζί του, είναι και
αυτό που γνωρίζουμε λιγότερο από οτιδήποτε
άλλο». Η εμπειρία, με άλλα λόγια, μας δείχνει ή
μας επιτρέπει να γνωρίσουμε ένα μέρος και
μόνον της πραγματικότητας. Η οποιαδήποτε,
δηλαδή, καθημερινή γνώση αποτελεί ένα μέρος
και μόνον της πραγματικής γνώσης που μπορούμε
να έχουμε σχετικά: α) με τα αντικείμενά που μας
περιβάλλουν, β) με αυτό που οι ίδιοι είμαστε και
πράττουμε, γ) με την ροή της ζωής και τις δομές
της κοινωνίας, δ) με την εργασία και την εξουσία,
την ιδιοκτησία και τις αντιλήψεις ή ιδέες, όπως
ακόμη και, τέλος, σχετικά με κάθε μορφή σχέσεων
που μπορούμε να αναπτύξουμε.
Δεύτερον, έχουμε υποταχθεί στην κυρίαρχη
εντύπωση, σύμφωνα με την οποία, όλες οι
γνώσεις των κοινωνικών επιστημών και της
Κοινωνιολογίας, δεν αποτελούν τίποτε περισ-
σότερο από θεωρίες, σχετικά με τον άνθρωπο και
τις κοινωνίες του. Η Κοινωνιολογία, με άλλα
λόγια, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, αποτελεί
κάποιες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, οι οποίες δεν
μας είναι χρήσιμες ή ενδεχόμενα τις κατέχουμε
ήδη στην πράξη μέσα από την καθημερινή μας
ζωή και τις γνώσεις που αποκτούμε εμπειρικά. Το
αντίθετο, όμως, συμβαίνει.
Με τον ίδιο τρόπο
που
ενώ ζούμε καθημερινά με το σώμα μας, το
γνωρίζουμε τόσο λίγο, ώστε όταν έχουμε κάποιον
οποιονδήποτε πόνο ή απλή ενόχληση, να
θεωρούμε απαραίτητο ότι πρέπει να συμβου-
λευτούμε ένα γιατρό, έναν τρίτο, οποίος μάλιστα
είναι και εντελώς ξένος,
με τον ίδιο τρόπο
, πάρα
πολύ συχνά, ανακαλύπτουμε, ότι οι αποφάσεις
που λάβαμε για την ζωή μας και για τις οποίες
θεωρούσαμε ότι πολύ καλά γνωρίζαμε τι κάναμε,
δεν ήταν σε τελευταία ανάλυση παρά λανθα-
σμένες εκτιμήσεις και αρκετές φορές εντελώς
εκτός πραγματικότητας. Πρόκειται για την
κλασική διαπίστωση που επαναλαμβάνει ο λαός,
σύμφωνα με την οποία, «στερνή μου γνώση να σε
είχα πρώτα».
Στα είκοσι χρόνια μου θεωρούσα τον εαυτό
μου αρκετά σοφό, ενώ στα τριάντα μου
κατάλαβα, ας μου επιτραπεί ο όρος, ότι ήμουν
πραγματικά «ανόητος» σχετικά με αρκετές
πολιτικές ιδέες, αντιλήψεις που είχα, αλλά και
πράξεις τις οποίες ανέλαβα. Στα σαράντα μου
χρόνια διαπίστωνα, ότι οι μισές αποφάσεις που
έλαβα στην ζωή μου στηρίχθηκαν σε λάθος
κριτήρια, παρ’ όλο που όταν τις ελάμβανα
πίστευα ακράδαντα ότι γνώριζα πολύ καλά τι
έπραττα. Και νομίζω πως αυτό συνέβη και
συμβαίνει με όλους εμάς τους ανθρώπους.