Page 53 - Microsoft Word - τελικό αρχείο

Basic HTML Version

Φασισμός και εκπαίδευση: Χώρος επώασης του αυγού του φιδιού;
Καραμανώλη Ε.
Κοινωνίας Δρώμενα, τ. 2, 2014
53
Τα τελευταία χρόνια η χώρα μας εισήλθε σε
μια περίοδο οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής
κρίσης. Τα παιδιά και οι έφηβοι βιώνουν μια πολύ
δύσκολη περίοδο, έρχονται αντιμέτωποι με ένα
μέλλον αβέβαιο και δυσοίωνο χωρίς ελπίδα και
όραμα, ζουν σε κατάσταση λιτότητας. Σε οικο-
γενειακό επίπεδο βιώνουν την ανεργία, τη
φορολογική αφαίμαξη και την ακαριαία πτώση του
βιοτικού τους επιπέδου. Αυτές οι συνθήκες τους
δημιουργούν αίσθημα ανασφάλειας, απόγνωσης,
αβεβαιότητας και απαισιοδοξίας. Σε αυτά προστί-
θεται και η διαφθορά των θεσμών άμεσης δημο-
κρατίας, τα μνημόνια και γενικότερα η κρίση όχι
μόνο σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και ως κρίση α-
ξιών και ιδανικών. Όλα αυτά συντελούν στο να
δημιουργηθεί γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη
του φασισμού και των φασιστικών κομμάτων, τα
οποία με τη σειρά τους δράττονται της ευκαιρίας
και εκμεταλλεύονται αυτήν την πολύπλευρη κρίση.
Μια από τις πιο πολυσυζητημένες νεοφα-
σιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα είναι η «Χρυσή
Αυγή», η οποία πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές της
δεκαετίας του '60 και στις μέρες μας παρουσιάζει
μεγάλη δραστηριότητα με γραφεία σε όλες τις
μεγάλες πόλεις, αλλά και σε πολλές επαρχιακές και
με μεγάλο αριθμό μελών (Βασιλάκης, 1998: 17). Η
«Χρυσή Αυγή» σε σύγκριση με άλλους πολιτικούς
χώρους διαθέτει το πιο οργανωμένο και πολύ-
πληθές δίκτυο νεολαίας. Μάλιστα, σε πολλά
σχολεία λειτουργούν πυρήνες της «Χρυσής Αυγής»
με φανερή δράση και πολιτική λειτουργία.
Δυστυχώς, το εν λόγω πολιτικό μόρφωμα έχει
επιλέξει τα σχολεία ως προνομιακό χώρο για την
εξάπλωση των ναζιστικών ιδεών και τη διεύρυνση
της επιρροής της στη νέα γενιά.
Η «Χρυσή Αυγή» στο σχολικό χώρο εργάζεται
μεθοδικά και συστηματικά έχοντας ως γνώμονα
και εκμεταλλευόμενη τα βασικά χαρακτηριστικά
της εφηβείας, δηλαδή την ανάγκη για ένταξη σε
κάποια ομάδα, την τάση του νέου να δοκιμάζει
ακραία πράγματα, τη ροπή του προς την παρα-
βατικότητα, την ανάγκη του να έχει πρότυπα, αλλά
και να αποτελεί ο ίδιος πρότυπο για τους άλλους,
την τάση του για εξωλογικές αναζητήσεις και
κυρίως τη γοητεία της βίας και την επιβολή μέσω
της βίας, στοχεύει στον εθισμό σε ακραίες
φασιστικές νοοτροπίες και συμπεριφορές. Ο
φασισμός προβάλλεται επιδέξια ως «μόδα» και
αντίδραση στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Με
άλλα λόγια, το ακροδεξιό κόμμα έρχεται να
καλύψει την απουσία του κράτους, η προσφυγή
όμως σε αυτό εκτρέφει το φασισμό. Έτσι, οι
εκδηλώσεις βίας στα σχολεία είναι όλο και
συχνότερες. Φαινόμενα επιθετικότητας, ξενο-
οβίας και φασιστικής βίας αποτελούν κοινωνικά
φαινόμενα και είναι τα παράγωγα μιας κοινωνίας
που παραπαίει, που απαξιώνει την πολιτική, τη
δημοκρατία και τους θεσμούς της. Έτσι γίνεται
διάχυτη η επικράτηση της ρηχής κοινωνικής
συνείδησης, της αρνητικής πολιτικοποίησης και εν
τέλει της βαρβαρότητας. Ειδοποιό γνώρισμα του
φασισμού είναι η δημιουργία εχθρού που
αποτελεί τον αποδιοπομπαίο τράγο, εναντίον του
όποιου κατευθύνεται η φασιστική βία. Ως εχθρός
μπορεί να καταστεί ο οποιοσδήποτε διαφορετικός.
Μια διαφορετικότητα που πιθανόν να έγκειται στο
χρώμα, στη φυλή, στη θρησκεία ή και αλλού.
Σε αυτό το σημείο η εκπαίδευση είναι σε θέση
να διαδραματίσει βαρύνοντα ρόλο, καθώς
αποτελεί το βασικό θεσμό για τη διαμόρφωση
πολιτών και για αυτό είναι αναγκαίο να
αξιοποιηθεί η εκπαίδευση από την πολιτεία. Και
αυτή η ανάγκη γίνεται επιτακτική από τη στιγμή
που στρατολογούνται μαθητές στην ιδεολογία και
οργάνωση της Χ.Α. Ιδιαίτερα η διδασκαλία του
μαθήματος της Ιστορίας «μπορεί να αναδειχθεί σε
προνομιακό πεδίο για τη διαμόρφωση μιας
κουλτούρας ελεύθερης και υπεύθυνης σκέψης με
έντονα στοιχεία κριτικής αμφισβήτησης καθώς
προσφέρει τη δυνατότητα επαναξιολόγησης του
παρελθόντος με σκοπό τον ανασχεδιασμό του
μέλλοντος» (Μαυροσκούφης, 2013: 9). Στο πλαίσιο
αυτό, αξίζει να επισημανθεί ότι η άγνοια των
μαθητών για τα εγκλήματα του ναζισμού και του
φασισμού κατά της ανθρωπότητας, σε ένα πολύ
μεγάλο βαθμό, οφείλεται στο ότι η παρουσία του
φασιστικού φαινομένου στα σχολικά εγχειρίδια
Ιστορίας της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης, είναι ελλιπής έως και ανύπαρκτη σε