Page 15 - Microsoft Word - τελικό αρχείο

Basic HTML Version

Ερμηνείες, ιδεολογία και κοινωνικό-ταξικό υπόβαθρο του φασισμού
Αλεξίου Θ.
Κοινωνίας Δρώμενα, τ. 2, 2014
15
πολιτικές οργανώσεις, –παρόλο που συνέβαλλαν
στην ιδεολογική ενσωμάτωση της εργατικής τάξης
στην αστική-καπιταλιστική κοινωνία (τρεϊντγου-
νισμός, εργατική αριστοκρατία)– καθιστούσαν την
εργατική τάξη απρόσβλητη στην εθνικοσιαλιστική
προπαγάνδα. Βεβαίως ο εθνικοσοσιαλισμός
εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο μορφές μικροαστικής
ιδεολογίας που είχαν διεισδύσει στην εργατική
τάξη. Δίνοντας έμφαση στον αυθορμητισμό και
στο άμεσο βίωμα του εργοστασίου, ο φασισμός
εγκλώβισε τον «ριζοσπαστισμό» ανειδίκευτων ή
ανέργων εργατών στον «ριζοσπαστικό» αλλά
«απολίτικο» συνδικαλισμό που ήταν κοντά στον
«επαναστατικό συνδικαλισμό» του Sorel και σε μια
αντίληψη
κορπορατιστικής
(«σωματειακής»)
οργάνωσης της κοινωνίας.
Ας έρθουμε τώρα στα οικονομικά-κοινωνικά
χαρακτηριστικά της κατάστασης στη Γερμανία και
στην Ιταλία πριν την άνοδο του φασισμού. Στη
Γερμανία η συγκεντροποίηση της παραγωγής είναι
ραγδαία. Το 16% των ανωνύμων εταιρειών μετέχει
το 1930 σε μονοπωλιακές ενώσεις που περι-
λαμβάνει όμως το 65% του συνολικού μετοχικού
κεφαλαίου. Τη χημική βιομηχανία ελέγχει αποκλει-
στικά σχεδόν η I.G. Farben, την παραγωγή χάλυβα
και σιδήρου η Vereinigte Stahlwerke και τις
χρηματιστικές επιχειρήσεις τρείς τράπεζες, μεταξύ
αυτών και η Deutsche Bank (βλ. και Turner, 1985).
Το 1932 οι τράπεζες κατέχουν τα δύο τρίτα του
μετοχικού κεφαλαίου των βιομηχανικών επιχει-
ρήσεων έναντι 50% το 1913 (Αστερίου, 2012: 109).
Στη συγκεκριμένη συγκυρία «δουλειά» του
εθνικοσοσιαλισμού είναι να κάμψει τις συνδι-
καλιστικές και πολιτικές οργανώσεις του εργατικού
κινήματος ώστε να διασφαλιστεί απρόσκοπτα η
κεφαλαιακή συσσώρευση. Στην ενδοαστική
αντίθεση (χημική βιομηχανία vs βαριά βιομηχανία
κ.λπ.) (Mason, 1973: 483) και του μονοπωλιακού
κεφαλαίου με τους μεγάλους γαιοκτήμονες της
Πρωσίας, οι Ναζί επιβάλλουν τη διείσδυση του
μονοπωλιακού κεφαλαίου στη γεωργία και
αποσπούν συν τοις άλλοις τον έλεγχο της
διοίκησης και του στρατού που μέχρι τότε είχαν οι
Junkers, κομματικοποιώντας το κράτος (Που-
λαντζάς, 2006: 101). Η κοινωνική σύνθλιψη των
μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και της
υπαίθρου ως συνέπεια της συγχώνευσης του
βιομη-χανικού με το τραπεζικό (ηγεμονία του
χρηματιστικού κεφαλαίου) σε συνάρτηση με την
απογοήτευση από τους σοσιαλδημοκράτες ανα-
τρέπουν τις ισορροπίες στο επίπεδο των σχέσεων
κυριαρχίας. Η ρήξη εκπροσώπησης κυρίως των
μικροαστικών στρωμάτων (αγρότες, βιοτέχνες,
έμποροι κ.λπ.) με τα αστικά κόμματα της λαϊκής
και εθνικής δεξιάς να χάνουν την κοινωνική τους
βάση, αλλά και μια κρίση της κυρίαρχης
ιδεολογίας και των ιδεολογικών της υποσυνόλων
(μικροαστική ιδεολογία, ρεφορμιστική, τρεϊντγιο-
νίστικη ιδεολογία κ.λπ.) φαίνεται να περιγράφουν
καλύτερα τις αντιφάσεις στο πολιτικό-ιδεολογικό
πεδίο; Συνέπεια αυτής της ρήξης εκπροσώπησης
ήταν και η μερική ακύρωση της σχέσης ανάμεσα
στις αστικές μερίδες (τραπεζίτες, βιομήχανοι,
γαιοκτήμονες) με τα κόμματα (αστικό Κέντρο και
Δεξιά) στην ύστερη Βαϊμάρη αλλά και με το
κράτος, σχέση που έπρεπε να προσδιοριστεί εκ
νέου. Η σχέση αυτή θα μπορούσε ενδεχομένως να
«περάσει», τόσο εξαιτίας της κρίσης του
κοινοβουλευτισμού και του φιλελευθερισμού
(απότυχία της αγοράς), όσο και εξαιτίας της ιδε-
ολογικής κρίσης του εργατικού κινήματος (εργα-
τική αριστοκρατία, αναβλητικότητα, ρεφορμισμός
κ.λπ.) (Πουλαντζάς, 2006: 163-164) και μέσα από
«αδιαμεσολάβητες» (πληβειοκρατικές) μορφές
εκπροσώπησης, όπως ήταν οι κορπορατιστικές-
συνδικαλιστικές μορφές εκπροσώπησης, τις οποίες
πρότεινε ο «επαναστατικός» συνδικαλισμός» του
Sorel και υπερθεμάτιζαν τα φασιστικά κόμματα
(Αλεξίου, 2013). Στις συνθήκες αυτές, όπως
αναφέρει ο Weiss δεν υπήρχαν άλλοι τρόποι
τιθάσευσης ενός τεράστιου, αυτοσυνείδητου και
καλά οργανωμένου προλεταριάτου, όπως ήταν το
γερμανικό, χωρίς ένα μαζικό φασιστικό κίνημα
(2009: 210). Εν μέρει εδώ, σε σύγκριση ας πούμε
με την Ιταλία, θα πρέπει να αποδοθεί και ο
«ολοκληρωτικός», σχεδόν αποκαλυπτικός χαρα-
κτήρας του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος;
Στην περίπτωση της Ιταλίας η κατάληψη των
εργοστασίων το 1920 (Τορίνο, Γένοβα, Μιλάνο)
εξελίχθηκε σε ήττα για το εργατικό κίνημα, ενώ ο