Page 27 - Microsoft Word - τελικό αρχείο

Basic HTML Version

Η Κριτική Κοινωνιολογία ως κριτική της ιδεολογίας στην εποχή της κρίσης Μπαλικτσίογλου Χρ.
Κοινωνίας Δρώμενα, τ. 1, Σεπτέμβριος 2013
27
κατανάλωση ναρκωτικών, σε βία μέσα στην
οικογένεια κλπ» (Bourdieu, 1998: 61).
Ως έκφραση της ίδιας κριτικής αντίληψης θα
πρέπει να αναγνωρίσουμε τόσο τη ρήση του Μάξ
Χορκχάϊμερ «όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον
καπιταλισμό δεν πρέπει να μιλάει ούτε για το
φασισμό» (Horkheimer στο Bronner & Kellner,
1989: 78), όσο και την ανάλυση του Zizek για τον
φασιστικό κορπορατισμό. Σύμφωνα με αυτήν, η
φασιστική ιδεολογία θρέφεται από τις αντιφάσεις
του ίδιου του καπιταλισμού και της θεμελιώδους
δομικής ανισορροπίας από την οποία διέπεται. Το
φασιστικό όραμα διατηρεί στο φαντασιωτικό του
περίγραμμα, τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής
αφαιρώντας τον εγγενή του ανταγωνισμό, την
«περίσσειά» του. Στο φαντασιωτικό σενάριο του
φασιστικού κορπορατισμού, η δομική ανισορροπία
και ο εγγενής ανταγωνισμός του καπιταλισμού,
εκτοπίζεται από το κοινωνικό πεδίο και προβάλ-
λεται στις μειονότητες οι οποίες τον εισάγουν από
έξω στο κοινωνικό οικοδόμημα (Zizek, 2002: 365-
366). Στην ανάλυση του Zizek, η φασιστική
φαντασίωση πασχίζει να επουλώσει το τραύμα του
κοινωνικού ανταγωνισμού. Προσδοκά, όπως επι-
σημαίνει ο συγγραφέας, έναν
καπιταλισμό χωρίς
καπιταλισμό
(Zizek, 2002: 366). Στην εποχή που το
παλιό πεθαίνει και το καινούργιο δεν μπορεί να
γεννηθεί ακόμη, έλεγε ο Γκράμσι, γεννιούνται
τέρατα. Με αυτήν την έννοια ο φασισμός
αποτελεί την τερατογέννεση του καπιταλισμού
που σπαράσσεται από την κρίση.
Με τον ίδιο τρόπο που στην παραπάνω ανά-
λυση το φαινόμενο του φασισμού δεν τοποθετεί-
ται επέκεινα του καπιταλισμού για να μελετηθεί
ανεξάρτητα από αυτόν, ο κοινωνικός αποκλεισμός
με βάση την κριτική που ασκεί η Ruth Levitas
(1996), δεν μπορεί να περιοριστεί σε έναν χώρο
που διαγράφεται επέκεινα της κοινωνίας των δύο
τρίτων.
Σε σχέση με την εν λόγω ανάλυση θα πρέπει
να σταθούμε στο σημείο όπου η Levitas εντοπίζει
την
ιδεολογική εργασία
που επιτελεί το διχοτομικό
μοντέλο περί κοινωνικού αποκλεισμού. Σύμφωνα,
λοιπόν, με τη συγγραφέα, η διχοτομική απεικόνι-
ση, συσκοτίζει την προσπάθεια κατανόησης του
φαινομένου με έναν βασικό τρόπο: σ
υσκοτίζοντας
τη διαλεκτική σχέση μεταξύ κοινωνικού αποκλει-
σμού και κοινωνικής ενσωμάτωσης.
Έτσι προσεγ-
γίζει την πραγματικότητα της κοινωνικής ένταξης
ως μια αδιάσπαστη/ενιαία ολότητα διακριτή από
τη σφαίρα του κοινωνικού αποκλεισμού. Μας
υπενθυμίζει λοιπόν η Levitas ότι η κοινωνική
συμμετοχή των γυναικών, των εθνικών μειονοτή-
των, των μεταναστών ή των ατόμων με αναπηρία,
είναι πάντα μία συμμετοχή των μη προνομιούχων
από υποδεέστερες κοινωνικά θέσεις.
Αποκλεισμέ-
νοι
από οικονομικούς και κοινωνικούς πόρους
(οικονομικό και κοινωνικό κεφάλαιο), εγκλωβίζο-
νται σε συνθήκες κοινωνικής στέρησης, που τους
καθιστούν ευάλωτους και
δυνάμει αποκλεισμέ-
νους
σε μια πραγματικότητα βασισμένη στο κυνήγι
του κέρδους και στην εκμετάλλευση. Έτσι, ο κοινω-
νικός αποκλεισμός συγκεκριμένων ομάδων από
συγκεκριμένα κοινωνικά αγαθά,
αποτελεί τον ίδιο
τον όρο της κοινωνικής τους ενσωμάτωσης
. Ο
αποκλεισμός των μεταναστών από την άσκηση των
δικαιωμάτων τους για παράδειγμα, επισημαίνει η
Levitas, είναι ο αναγκαίος όρος της ενσωμάτωσης
τους ως ελαστική και φτηνή εργατική δύναμη.
Αντιστοίχως, οι αποκλεισμένοι από την αγορά
εργασίας βρίσκονται σε οργανική σύνδεση με
αυτήν, καθώς λειτουργούν –κατά τη Μαρξιστική
ανάλυση– ως
εφεδρική εργατική δύναμη
, διαμορ-
φώνοντας τους όρους πώλησης της εργατικής
δύναμης στην αγορά εργασίας. Η Levitas «κλείνει»
την κριτική της με μια μεστή παράγραφο που
συμπυκνώνει τη λειτουργία της
συμπερίληψης του
μερικού στην καθολικότητα
όπως την αναλύσαμε
παραπάνω: «η «αληθινή» κοινωνία δεν είναι αυτή
που συγκροτείται από το 70 τοις εκατό,… από το
οποίο οι φτωχοί αποκλείονται. Η αληθινή κοινωνία
είναι αυτή που συγκροτείται από όλο το 100 τοις
εκατό, στην οποία η φτώχεια είναι ενδημική»
(Levitas, 1996: 19).
Ομοίως, ο Zizek απορρίπτει την ιδέα ότι
μπορούμε με οποιοδήποτε τρόπο να διακρίνουμε
μεταξύ του λεγόμενου «πλασματικού» ή «εικονι-
κού καπιταλισμού» και του πραγματικού καπιταλι-
σμού. Πράγματι, «η αυτοπροωθούμενη και αυτο-